- αναρρύω
- ἀναρρύω (Α)1. στρέφω το κεφάλι του θύματος προς τα πάνω για να του κόψω τον λαιμό, σφάζω, θυσιάζω2. (μέσ. -ομαι) ανασύρω, σώζω, απολυτρώνω3. επανορθώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + ρύω, ερύω «έλκω, σύρω, τραβώ, απολυτρώνω» (πρβλ. αυερύω).ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ανάρρυσις].
Dictionary of Greek. 2013.